πήρην

πήρην
πήρα
leathern pouch
fem acc sg (epic ionic)
πῆρος
loss of strength
neut acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εΰπλειος — ἐΰπλειος, είη, ον (Α) (επικ. τ.) καλά γεμισμένος («κὰδ δ ἄρα πήρην θῆκεν ἐϋπλείην» ακούμπησε έπειτα κάτω την καλογεμισμένη σακούλα, Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πλείος (< πίμπλημι «γεμίζω»)] …   Dictionary of Greek

  • σπερμοφόρος — ο / σπερμοφόρος, ον, ΝΑ, θηλ. και α Ν νεοελλ. σπερματοφόρος αρχ. 1. αυτός που φέρει ή εγκλείει σπέρμα 2. (για φυτό) γεμάτος σπέρματα, γεμάτος σπόρους 3. φρ. «σπερμοφόρον πήρην» σακούλι γεμάτο στάρι (Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σπέρμα + φόρος (<… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”